λευκασία

λευκασία
λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκασία — λευκασίᾱ , λευκασία fem nom/voc/acc dual λευκασίᾱ , λευκασία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκασία — Λευκασίᾱ , Λευκασίη fem nom/voc/acc dual Λευκασίᾱ , Λευκασίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λευκασίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκασίας — λευκασίᾱς , λευκασία fem acc pl λευκασίᾱς , λευκασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκασίαν — λευκασίᾱν , λευκασία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκασίας — Λευκασίᾱς , Λευκασίη fem acc pl Λευκασίᾱς , Λευκασίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκασίαν — Λευκασίᾱν , Λευκασίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mesenia — Unidad periférica de Mesenia Mesenia Unidad periférica de Grecia Ubicación d …   Wikipedia Español

  • Πάμισος — Όνομα ποταμών της Ελλάδας, κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Ποταμός του νομού Καρδίτσας, παραπόταμος του Πηνειού. Πηγάζει από την Πίνδο, κοντά στους πρόποδες της κορυφής Καράβα, κυλάει παράλληλα με τον Πηνειό διατρέχοντας την πεδιάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”